Η συμφωνία Ελλάδας - Αλβανίας για προσφυγή στη Χάγη. Οι τρεις αντικειμενικές δυσκολίες και η γεωπολιτική προοπτική
Γράφει ο Χρ.Γκουγκουρέλας
Η ελληνική διπλωματία φαίνεται να έχει πάρει φόρα και να μην την σταματά ούτε ο κορωνοϊός! Μετά τις συμφωνίες περί οριοθέτησης των μεταξύ μας θαλασσίων ζωνών με την Ιταλία και την Αίγυπτο, εδώ και λίγες μέρες γνωρίζουμε πλέον ότι Ελλάδα και Αλβανία συμφώνησαν να προσφύγουν από κοινού στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔΧ) προκειμένου να καθοριστούν τα όρια των θαλασσίων περιοχών κάθε χώρας.
Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία συνιστά βέβαια ιστορική και διπλωματική μετεξέλιξη της επιτευχθείσας το 2009 «Συμφωνίας μεταξύ της Ελλάδας και της Αλβανίας περί οριοθέτησης της Υφαλοκρηπίδας και των υπολοίπων Θαλασσίων Ζωνών που τους ανήκουν βάσει του Διεθνούς Δικαίου», η οποία όμως ακυρώθηκε με απόφαση του αλβανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου το 2010, διότι κρίθηκε ότι δεν ήταν συμβατή με το αλβανικό Σύνταγμα. Συνεπώς, ο δρόμος προς τη Χάγη απέμεινε από τότε ως η μόνη ουσιαστική διεθνοπολιτική διέξοδος επίλυσης της διαφοράς.
Με δεδομένο, λοιπόν, ότι η Συμφωνία του 2009 ήταν μια εξαιρετικά συμφέρουσα Συμφωνία για την Ελλάδα, πρακτικά μια ξεκάθαρη νίκη της ελληνικής διπλωματίας, το κεντρικό ερώτημα πια εστιάζεται στο τι μπορεί να περιμένουμε να προκύψει στη Χάγη για εμάς(;). Υποστηρίζω ότι η παραπομπή στη Χάγη, με βάση όλα όσα έχουν εκτυλιχθεί μέχρι σήμερα, εμφανίζει βασικά τρεις προβληματικές πτυχές, οι οποίες είτε δυνητικά μπορεί να θέσουν εκποδών αυτήν καθ’ εαυτήν τη συμφωνία των δύο χωρών για προσφυγή στο ΔΔΧ, είτε μπορεί να επιφέρουν καίριο πλήγμα στην ουσία των ελληνικών συμφερόντων. Οι τρεις αυτές πτυχές σχετίζονται με το χωροθετικό αντικείμενο της προσφυγής, τη χρήση του μεθοδολογικού εργαλείου της οριοθέτησης και την τελική επήρεια που ενδέχεται να αξιώσουν και να λάβουν τα ελληνικά νησιά. Ειδικότερα:
Πρώτον, η χωροθετική ταυτοποίηση της υποκείμενης σε οριοθέτηση θάλασσας είναι ευθύς εξ’ αρχής ένα πολύ κρίσιμο ζήτημα. Στην άνω ακυρωτική του απόφαση το αλβανικό Συνταγματικό Δικαστήριο (ΑΣΔ) τόνισε κάτι το αυτονόητο και γενικά παραδεδεγμένο με βάση το διεθνές δίκαιο της θάλασσας: ότι τα εσωτερικά ύδατα (internal waters) και τα μέχρι τα 12 ν.μ. από τις ακτογραμμές βάσης χωρικά ύδατα (territorial sea), από τον υπερκείμενο εναέριο χώρο μέχρι το έδαφος και το υπέδαφος του βυθού, συνιστούν ζώνη εθνικής κυριαρχίας (state territory) του παράκτιου κράτους. Συνεπώς, όταν καθορίζονται το εύρος και η γεωγραφική (υπερθαλάσσια, επιθαλάσσια και υποθαλάσσια) γραμμή μέχρι την οποία εκτείνονται τα χωρικά ύδατα ενός κράτους, καθορίζονται επί της ουσίας τα ίδια τα σύνορα του (παράκτιου) κράτους, ενώ, από την άλλη, τα όρια της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ είναι τα (δυνητικά) θαλάσσια όρια ενός παράκτιου κράτους.
Το ΑΣΔ, συνεχίζοντας, υπογράμμισε ότι πριν τη Συμφωνία του 2009 έπρεπε να οριστούν γεωγραφικά (με συντεταγμένες) οι υπό οριοθέτηση θαλάσσιες ζώνες και οι αντίστοιχες ακτογραμμές των δύο χωρών (respective maritime shores) και διαπίστωσε ότι το 90% των υδάτων που οριοθετήθηκαν με τη Συμφωνία του 2009 ήταν εσωτερικά ύδατα και χωρικά ύδατα των δύο χωρών. Μάλιστα, από τους 150 κύκλους που εξυπηρετούν την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, από το κατώτατο σημείο του Καναλιού της Κέρκυρας μέχρι το πιο βορεινό σημείο, οι 140 έχουν ακτίνα που είναι μικρότερη των 12 ν.μ. Έτσι, επί της ουσίας η Συμφωνία του 2009, όπως ισχυρίστηκε το ΑΣΔ, δεν οριοθετούσε και διαμοίραζε μεταξύ των δύο κρατών την υφαλοκρηπίδα αλλά ad hoc εσωτερικά ύδατα και χωρικά ύδατα, ήτοι ύδατα επί των οποίων ασκείται η εθνική κυριαρχία (territorial sovereignty) των δύο χωρών.
Eν προκειμένω, η βασική πραγματολογική στριφνότητα της προσφυγής στο ΔΔΧ προέρχεται ακριβώς από το πραγματολογικό δεδομένο ότι οι αντικείμενες ακτές των δύο χωρών (Ελλάδας και Αλβανίας) που αφορούν την οριοθέτηση (respective shores) είναι τόσο κοντινές μεταξύ τους με αποτέλεσμα να επικαλύπτονται ακόμα και οι αιγιαλίτιδες ζώνες (τα χωρικά ύδατα) και όχι μόνο οι ούτως ή άλλως πολύ πιο εκτενείς ζώνες της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ (που θεωρητικά εκτείνονται μέχρι τα 200 ν.μ.). Επομένως, η Συμφωνία του 2009 είχε να κάνει πρακτικά με καθορισμό των συνόρων μεταξύ των δύο κρατών, όπως διετάθη το ΑΣΔ!
Με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας του 1925 όμως, πέρα από τα χερσαία σύνορα μεταξύ των δύο κρατών, συγκαθορίστηκε και το όριο των μεταξύ τους χωρικών υδάτων. Το ΑΣΔ συγκεκριμένα αναφέρει ότι το χερσαίο σύνορο της Αλβανίας καταλήγει στο Ιόνιο Πέλαγος, στον Κόλπο της Φτελιάς, σύμφωνα με την κατακόρυφο στη γενική κατεύθυνση της ακτογραμμής μέχρι το όριο των χωρικών υδάτων. Πως μπορεί, επομένως, να προκύψει συνταγματικά αποδεκτό για τους Αλβανούς ‘‘χωροθετικό αντικείμενο’’ προσφυγής στη Χάγη; Είναι ένα πολύ δύσκολο ερώτημα αυτό…
Αλλά πως μπορεί να προκύψει τέτοιο ‘‘χωροθετικό αντικείμενο’’ και για εμάς; Με βάση τη Δήλωση που κατέθεσε η Ελλάδα την 14-1-2015 στον ΟΗΕ σχετικά με τη δικαιοδοσία του ΔΔΧ επί υποθέσεων του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, η χώρα μας εξαιρεί την υπαγωγή στο ΔΔΧ διαφορών με άλλα κράτη σχετικών με τα σύνορα της Ελλάδας ή με ζητήματα εθνικής κυριαρχίας, συμπεριλαμβανομένων των διαφορών για το εύρος και τα όρια της αιγιαλίτιδας ζώνης (χωρικών υδάτων) και του εθνικού εναέριου χώρου. Αποκλείονται έτσι με ρητή, στοχευμένη και αναντίλεκτη αναφορά και επισήμανση από τη δικαιοδοσία του ΔΔΧ όλες οι συνοριακές διαφορές και τυχόν διαφορές αφορώσες την κυριαρχία επί του ελληνικού εδάφους. Πρόκειται, άρα, για διαφορές που έχουν να κάνουν με τα πραγματικά όρια της ελληνικής επικράτειας, μέσα στην οποία υφίσταται και ασκείται ο σκληρός πυρήνας της εθνικής κυριαρχίας, για τις οποίες (διαφορές) έχουμε διεθνώς δηλώσει ότι αποκλείουμε φυσικά οποιαδήποτε προσφυγή στο ΔΔΧ. Συνεπώς, είναι μέγα ζήτημα πως τελικά θα φθάσουμε, μην χάνοντας το δρόμο, στη Χάγη μαζί με τους Αλβανούς…
Πέραν των ανωτέρων πολύ σημαντικών, υπάρχει και η εξής διάσταση: η ελληνική κυβέρνηση σκοπεύει, όπως δήλωσε ρητά ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, να ολοκληρώσει τις διαδικασίες για την επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης μας στη Δυτική Ελλάδα στα 12 ν.μ. Αυτές οι διαδικασίες έχουν δύο στάδια. Απαιτείται η υπογραφή των Προεδρικών Διαταγμάτων με τα οποία θα καθοριστεί η χάραξη ευθειών γραμμών βάσης, όπου αυτή είναι εφικτή (σε αρκετές περιοχές θα παραμείνει η φυσική ακτογραμμή), με βάση το Αρθρο 7 της Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS), και θα κλείσουν οι επονομαζόμενοι «νόμιμοι κόλποι» με βάση το Αρθρο 10 της ίδιας Σύμβασης. Στη συνέχεια θα πραγματοποιηθούν με νόμο η επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης και η αντίστοιχη προσαρμογή του εναερίου χώρου.
Με το που θα γίνει όμως αυτό (το οποίο βέβαια είναι σύμφωνο με το διεθνές δίκαιο της θάλασσας και απολύτως νόμιμο), τότε, όπως και ειδήμονες επισημαίνουν (Κωνσταντίνος Φίλης, Το Βήμα, 25-10-2020, ‘‘Χάγη: Βήμα προς εξομάλυνση’’), ‘‘το κομμάτι που θα απομείνει προς διευθέτηση με τα Τίρανα (θα) είναι περιορισμένο’’. Ποιος, λοιπόν, με ποια λογική και για ποιο λόγο θα προσφύγει στο ΔΔΧ για ένα ‘‘χωροθετικό αντικείμενο’’ αξιακά και εμβαδομετρικά ισχνό;
Εν τέλει, κεντρικής σημασίας στο πεδίο συγκεκριμενοποίησης του ‘‘χωροθετικού αντικειμένου’’ είναι η στοιχειοθέτηση των λεγόμενων ‘‘γραμμών βάσης’’. Το ΑΣΔ επεσήμανε ότι στη Συμφωνία του 2009 ενώ το κριτήριο για τον καθορισμό των αλβανικών γραμμών βάσης υπήρξε η γραμμή της άμπωτης (low-water line) στις αλβανικές ακτές, εντούτοις για τον καθορισμό των ελληνικών γραμμών βάσης, κριτήριο υπήρξε η ευθεία γραμμή που ενώνει τις ελληνικές ακτές και της Κέρκυρας και των Διαπόντιων Νήσων. Τούτο το γεγονός αποτέλεσε την αιτία να απωλέσουν οι Αλβανοί μεγάλο εύρος υδάτων. Κι αυτό στο ΔΔΧ, (ότ)αν συμπροσφύγουμε, είναι κάτι το οποίο σίγουρα θα το βρούμε μπροστά μας…
Δεύτερον, στη Χάγη είναι βέβαιο ότι θα ‘‘συγκρουστούν’’ πια μετωπικά οι διαφορετικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις των δύο χωρών ως προς την οριοθέτηση. Στην Συμφωνία του 2009 το εκατέρωθεν προβλεφθέν θαλάσσιο ‘‘όριο πολλαπλών χρήσεων’’ ακολουθούσε πιστά τη μέση γραμμή και κατά την οριοθέτηση ελήφθησαν πλήρως υπόψη όλα τα ελληνικά νησιά της περιοχής, επί των θαλασσίων ζωνών των οποίων δόθηκε πλήρης επήρεια.
Η αρχή αυτή, της μέσης γραμμής/ίσης απόστασης, είναι διατυπωμένη στον Ν. 4001/2011 (αρ. 156) και συνιστά τη μεθοδολογία που η ελληνική πλευρά προκρίνει νομικά στις διαφορές της, ωστόσο, το ΑΣΔ, αν και επιβεβαίωσε φυσικά ότι η εφαρμογή της είναι συμβατή με το διεθνές δίκαιο της θάλασσας, τόνισε ότι δημιουργεί παραταύτα ένα άδικο αποτέλεσμα για την Αλβανία, διότι είναι αντίθετη με την αρχή της ευθυδικίας (principle of Equity), η οποία έπρεπε να τύχει in concreto πρακτικής υλοποίησης στην περίπτωση Ελλάδας-Αλβανίας.
Το ΑΣΔ υποστήριξε ότι η αρχή της ευθυδικίας θα ήταν η προσφορότερα εφαρμόσιμη εν προκειμένω, όπως ήταν στην υπόθεση της Βόρειας Θάλασσας (1969) ή στην υπόθεση Λιβύης κατά Τυνησίας (1982), διότι οδηγεί σε δίκαιη λύση / δίκαιο αποτέλεσμα (equitable solution). Σύμφωνα με την αρχή αυτή πρέπει να εξισορροπούνται τα εκατέρωθεν αντικρουόμενα συμφέροντα των κρατών ώστε να παράγεται τελικά μια αρκούντως ικανοποιητική και αμφοτέρως νοούμενη ως δίκαιη τελική κατάσταση οριοθέτησης. Άλλωστε, η χρήση της αρχής της ευθυδικίας προβλέπεται και στο άρθρο 59 της UNCLOS ως μέθοδος οριοθέτησης, ενώ η εν τέλει επίτευξη δίκαιου αποτελέσματος κατά την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών συνιστά και την πεμπτουσία των άρθρων 74 και 83 της ULCLOS για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ αντίστοιχα αλλά και του άρθρου 38 του Καταστατικού του ΔΔΧ (το οποίο οφείλει να κρίνει τις ενώπιόν του διαφορές ‘‘ex aequo et bono’’).
Κατά το ΑΣΔ, εξάλλου, η αρχή της μέσης γραμμής μπορεί να καθιερώνεται στο άρθρο 15 της UNCLOS αλλά παρακάμπτεται, όπως η ίδια η Συνθήκη ορίζει, εκεί που ισχύουν ‘‘ειδικές περιστάσεις’’. Η ευθυδικία είναι, λοιπόν, ‘‘επιδιορθωτική δικαιοσύνη’’ που αποδίδεται intra legem (σύμφωνα με τον νόμο), praeter legem (εκτός νόμου) ή και contra legem (ενάντια στον νόμο). Έτσι, η Συμφωνία του 2009 ‘‘έπασχε’’ στο λεγόμενο ‘‘τεστ αναλογικότητας’’ (proportionality test), καθώς δεν λήφθηκαν υπόψη κατά ορθό και δίκαιο τρόπο τα χαρακτηριστικά των αλβανικών ακτών, γεγονός που επέφερε δυσαναλογία (disproportion) σε βάρος της Αλβανίας, που απώλεσε σημαντικές εκτάσεις υδάτων.
Τρίτον, μείζον θέμα θα ‘‘γεννηθεί’’ στη Χάγη και σχετικά με την ‘‘πλήρη επήρεια’’ των ελληνικών νησιών της περιοχής (της Κέρκυρας και των Διαπόντιων νήσων). Το ΑΣΔ υπογράμμισε ότι ‘‘εξισώθηκαν’’ με την αλβανική ηπειρωτική ακτή, αποκτώντας ‘‘πλήρη επήρεια’’ ακόμα και ακατοίκητα ελληνικά νησιά και ύφαλοι, ανεξαρτήτως της γεωγραφικής θέσης και του μεγέθους τους. Κατά την Αλβανία, λοιπόν, τα νησιά θα πρέπει να θεωρούνται ‘‘ειδικές περιστάσεις’’ της οριοθέτησης, να κριθούν το καθένα ξεχωριστά και όχι συνολικά και να αποδοθεί ‘‘μειωμένη επήρεια’’ στις θαλάσσιες ζώνες τους. Η αρχή της ευθυδικίας (που δεν εφαρμόστηκε στη Συμφωνία του 2009) θα επέβαλε εδώ να ληφθεί υπόψη το μεγαλύτερο μήκος των αλβανικών ακτών σε σχέση με τις ακτές των νησιών της Ελλάδας, ειδικά του Λαζαρέτο, της Ερεικούσας και των Οθωνών, αλλά ακόμα και της Κέρκυρας.
Το ΑΣΔ επεσήμανε ακόμη ότι ήδη από τη Συμφωνία του 1977 για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας αναγνωρίστηκε στην Ερεικούσα και στους Οθωνούς μειωμένη (και όχι πλήρης) επήρεια, κάτι το οποίο επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά και στη συμφωνία των δύο χωρών της 9-6-2020 για την οριοθέτηση των μεταξύ τους θαλασσίων ζωνών. Υπό αυτό το πνεύμα είναι βέβαιο ότι οι Αλβανοί θα υποστηρίξουν ότι δεν μπορεί να δίδεται στο ακατοίκητο, βραχώδες και χωρίς οικονομική ζωή ελληνικό νησίδιο Μπαρκέτα πλήρης επήρεια (όπως δόθηκε στη Συμφωνία του 2009), διότι τούτο αντίκειται άλλωστε στο άρθρο 121§3 της UNCLOS, όπως βεβαίως και ότι τα μικρά ελληνικά νησιά (Ερεικούσα, Οθωνοί) θα πρέπει να έχουν μειωμένη επήρεια, όπως αναγνωρίστηκε τον Ιούνιο στη Συμφωνία μας με τους Ιταλούς.
Καθίσταται, επομένως, εύλογο ότι η ήδη αποφασισθείσα και δημοσίως ανακοινωθείσα κοινή προσφυγή στο ΔΔΧ μάλλον δεν πρόκειται να είναι ένα ‘‘βελούδινο και ασυννέφιαστο εγχείρημα’’. Στο άνω άρθρο του (Το Βήμα, 25-10-2020, ‘‘Χάγη: Βήμα προς εξομάλυνση’’), ο Δρ. Κωνσταντίνος Φίλης αποκαλυπτικά άλλωστε καταγράφει: ‘‘Εν τέλει, συναποφασίστηκε να προσφύγουμε στη Χάγη εν γνώσει μας ότι πιθανόν η απόφαση να μην είναι εξίσου ευνοϊκή με τη συμφωνία του 2009’’. Και καταγράφει, κατά την άποψη μου, σωστά…
Η προσφυγή στη Χάγη, όμως, παρά τις παραπάνω προβληματικές πτυχές της, είναι αναντίλεκτα ένα βήμα προσέγγισης των δύο χωρών και θέτει τη βάση κοινής κατανόησης επί των διαφορών τους. Δεν πρέπει, επομένως, να ερμηνεύεται αποσπασματικά ή θεματικώς μονοδιάστατα αλλά είναι εθνικά σώφρον να εντάσσεται, ως πρωτοβουλία, στην ευρύτερη τελολογία του μακροπρόθεσμου ορίζοντα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Θα αποφύγω τις περιστροφές και θα το πω ανοιχτά: Γεωπολιτικά η Αλβανία, μετά την κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, αποτελεί ένα πεδίο διεκδίκησης και επιβολής διεθνών συμφερόντων, τελούσα υπό ένα υβριδικό διπολικό καθεστώς δορυφοροποίησης.
Από τη μια, η Τουρκία με το παντουρανικό όραμά της βλέπει την Αλβανία ως καταληκτικό σημείο του ισλαμικού τόξου στα Βαλκάνια και ως φυσική διέξοδο σε μια από τις θάλασσες της Μεσογείου, την Αδριατική. Από το 1992, ήδη από την εποχή του πρώτου μετακομμουνιστικού Προέδρου Sali Berisha, έχει συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας με την Αλβανία και στο Pasha Liman του Αυλώνα σταθμεύουν τα τουρκικά υποβρύχια, έτοιμα να ξεχυθούν στο Ιόνιο Πέλαγος και όπου δει, ενώ στα Τίρανα, δαπάναις των Τούρκων, χτίζεται το μεγαλύτερο τζαμί των Βαλκανίων (το Namazgah Mosque)!
Από την άλλη, η Ελλάδα, μαζί με την Ελβετία, είναι ο μεγαλύτερος επενδυτής στην Αλβανία (https://balkaneu.com/greece-is-the-biggest-investor-in-albania/). Οι επενδύσεις μας στη γειτονική χώρα, μόνο το πρώτο τρίμηνο του 2018 έφτασαν τα 1,29 δισ. ευρώ, τη στιγμή που για όλο το 2019 οι άμεσες ξένες επενδύσεις (FDI) στην Αλβανία ανήλθαν συνολικά στα 1,281 δισ. δολάρια, ενώ ελληνικά συμφέροντα ελέγχουν τις τηλεπικοινωνίες της. Μετά δε την υιοθέτηση της ‘‘Ατζέντας 2004’’ για τα Δυτικά Βαλκάνια από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), η Αλβανία με την αρωγή της χώρας μας έχει ενταχθεί από το 2014 στο καθεστώς του υποψηφίου κράτους-μέλους της ΕΕ και από τότε από τη δική μας ψήφο εξαρτάται το άνοιγμα και η ολοκλήρωση καθενός από τα 35 ενταξιακά κεφάλαια για την εισχώρηση της Αλβανίας στην Ένωση.
Δεν πρέπει, συνεπώς, να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι η Ελλάδα αποτελεί τον de facto στρατηγικό μοχλό της σταθερής προσέλκυσης της Αλβανίας στη ‘‘Συμμαχία του Δυτικού Κόσμου’’. Στη δε παραπάνω διπολική αντιπαράθεση, στόχος κεφαλαιακής σημασίας είναι να επικρατήσει, ώστε οριστικά το γειτονικό κράτος να προσλάβει δυτικόμορφα χαρακτηριστικά και ευρωκεντρική κατεύθυνση. Και σ’ όλα αυτά, ανεξαρτήτως των όποιων προβληματογόνων πτυχών της, η Συμφωνία κοινής προσφυγής στη Χάγη είναι ταυτόχρονα και ‘‘σημάδι’’ των καιρών αλλά και γεωπολιτικό ‘‘μήνυμα’’ με συγκεκριμένο παραλήπτη ….
Κατερίνη, 29/10/2020
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW
LLM IN EUROPEAN LAW
Cer. LSE in Business, International
Relations and the political science.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου