Η ουσιαστική συνεπαγωγή τής Συμφωνίας περί οριοθέτησης ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου.

(Γράφει ο Χρ.Γκουγκουρέλας).

H προχθεσινή Συμφωνία περί οριοθέτησης της ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου ενέχει, κατά την υποκειμενική μου αντίληψη, δύο καίρια χαρακτηριστικά: 

Πρώτον, αναδεικνύει δύο κομβικότατες και ενδιαφέρουσες ελληνικές ‘‘παραδοχές’’ ή ‘‘υπονοήσεις’’, λανθάνουσες μεν αλλά πλέον ‘‘διαγνώσιμες’’, από τις οποίες εκ των πραγμάτων αναφύεται ένα κεντρικό ερώτημα περί της πορείας της εθνικής μας στρατηγικής και της ‘‘φιλοσοφίας’’ της διεθνο-πολιτικής και διπλωματικής δράσης μας. 

* Οι δύο παρακάτω χάρτες δείχνουν την πιθανή τουρκική (με κόκκινο χρώμα) και ελληνική ΑΟΖ (με γαλάζιο χρώμα) πρώτα στην περίπτωση που το Καστελόριζο θεωρηθεί ότι έχει ‘‘μειωμένη επήρεια’’ (Χάρτης 1) και εν συνεχεία στην περίπτωση που θεωρηθεί ότι έχει ‘‘πλήρη επήρεια’’ (Χάρτης 2).
* Οι δύο παρακάτω χάρτες δείχνουν την πιθανή τουρκική (με κόκκινο χρώμα) και ελληνική ΑΟΖ (με γαλάζιο χρώμα) πρώτα στην περίπτωση που το Καστελόριζο θεωρηθεί ότι έχει ‘‘μειωμένη επήρεια’’ (Χάρτης 1) και εν συνεχεία στην περίπτωση που θεωρηθεί ότι έχει ‘‘πλήρη επήρεια’’ (Χάρτης 2). 

Δεύτερον, η εν λόγω Συμφωνία εμφανίζει ήδη ένα ‘‘νευραλγικό γεωπολιτικό σημαινόμενο’’, το οποίο με τη σειρά του ‘‘ανοίγει’’, ακόμα και για το άμεσο μέλλον, δύο πιθανολογικές ‘‘πλατφόρμες διεθνών εξελίξεων’’ στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. 

Η πρώτη από τις ελληνικές ‘‘παραδοχές’’ ή ‘‘υπονοήσεις’’ έχει να κάνει με την αιγιαλίτιδα ζώνη των τεσσάρων νησιών μας, από τις ακτές των οποίων ‘‘μετρήθηκε και οριοθετήθηκε’’ το δικό μας κομμάτι της ΑΟΖ. Η ΑΟΖ, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, είναι η πέραν και παρακείμενη της αιγιαλίτιδας ζώνης (δηλαδή των χωρικών υδάτων) θαλάσσια περιοχή, το εύρος της οποίας δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 200 ν.μ. από τις γραμμές βάσης του παράκτιου κράτους, από τις οποίες μετράται το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης του. Η ΑΟΖ της Ελλάδας, λοιπόν, στην εν λόγω Συμφωνία, ως πέραν και παρακείμενη των χωρικών υδάτων θαλάσσια ζώνη, ξεκίνησε να ‘‘μετρά’’ μετά τα 6 ναυτικά μίλια (ν.μ.) της Κρήτης, της Κάσου, της Καρπάθου και της Ρόδου (τόσα θεωρούμε εκεί τα χωρικά μας ύδατα), ενώ, αντιθέτως, η ΑΟΖ της Αιγύπτου άρχισε να ‘‘μετρά και να υπολογίζεται’’ από τα 12 ν.μ. των γραμμών βάσης της Αιγύπτου, καθώς τόσα ν.μ. έχει ως χωρικά ύδατά της η Αίγυπτος. 

Έτσι, δόθηκε μεν συγκεκριμένη επήρεια στις θαλάσσιες ζώνες των άνω νησιών μας, κάτι, άλλωστε, που δεν αμφισβητούν (πλην του Καστελόριζου) οι Αιγύπτιοι, αλλά το παραχθέν αποτέλεσμα ήταν ο διαμοιρασμός της συνολικής ‘‘θαλάσσιας επικράτειας’’ ανάμεσα στις 2 χώρες να οριστικοποιηθεί σε ποσοστό 56% για την Αίγυπτο και 44% για την Ελλάδα. Αν και η Ελλάδα, λοιπόν, δηλώνει παγίως ‘‘διαπρύσιος θιασώτης’’ του Διεθνούς Δικαίου, το οποίο δίνει το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων μέχρι τα 12 ν.μ., παρά ταύτα φαίνεται πλέον στην πράξη να εγκαταλείπει στις διεθνείς συμφωνίες της αυτή τη δυνατότητα που της παρέχει το Διεθνές Δίκαιο. Και στη Συμφωνία του Ιουνίου περί οριοθέτησης ΑΟΖ με την Ιταλία, αλλά και στη νυν Συμφωνία με την Αίγυπτο, η Ελλάδα αυτοπροσδιορίζει, ως συμβαλλόμενη χώρα, την αιγιαλίτιδα ζώνη της (τα χωρικά ύδατα), που είναι προϋποθετική έννοια της ΑΟΖ, στα 6 και όχι στα 12 ν.μ. Όταν όμως το πράττει αυτό σε δύο διεθνείς συμφωνίες, τότε ad hoc μορφοποιεί αποφασιστικά και σχεδόν μονιμοποιεί τις αντιλήψεις της για το μέχρι που φτάνουν τα δικά της χωρικά ύδατα. Στην ουσία μοιάζει αδύνατον πια, όχι σε μια πιθανή συμφωνία με τους Τούρκους περί θαλασσίων ζωνών, αλλά ακόμη και σε διαπραγματεύσεις ή σε μεταξύ μας διμερή διάλογο να θέτει η Ελλάδα το όριο της αιγιαλίτιδας ζώνης της πάνω από τα 6 ν.μ. 

Η έτερη ελληνική ‘‘υπονόηση’’ προκύπτει από τη φύση της οριοθέτησης που επιχειρήθηκε ανάμεσα στις δύο χώρες, η οποία οριοθέτηση είναι μερική (partial delineation οr demarcation). H οριοθέτηση έγινε προς ανατολικά μέχρι λίγο πριν τον 27ο Μεσημβρινό και προς δυτικά μέχρι τον 26ο Μεσημβρινό, μη θίγοντας πάντως τις τουρκικές ‘‘λεόντειες’’ διεκδικήσεις μεταξύ του 28ου και του 32ου Μεσημβρινού, καλύπτοντας μάλιστα μόνο τη… μισή Ρόδο και αφήνοντας φυσικά παντελώς απέξω το σύμπλεγμα του Καστελόριζου. 

Οι Αιγύπτιοι, όπως και οι Τούρκοι, δεν δέχονται την πλήρη επήρεια των θαλασσίων ζωνών του συμπλέγματος του Καστελόριζου, γι’ αυτό και διαπραγματευόμασταν μαζί τους πάνω από 15 χρόνια. Συνεπώς, αν προχωρούσαμε σε ολική οριοθέτηση, ίσως στην επίτευξη της τελικής συμφωνίας δεν θα μπορούσαμε να υπερβούμε τον ‘‘σκόπελο’’ της μειωμένης επήρειας’’ του Καστελόριζου. 

Όμως με τη συλλογιστική του εξ’ αντιδιαστολής επιχειρήματος (argumentum a contrario), η Ελλάδα φαίνεται να ενδυναμώνει ακούσια, με την παρούσα Συμφωνία, ένα βασικό ‘‘υποστηρικτικό διαπραγματευτικό εργαλείο’’ των Τούρκων: Μην προβαίνοντας σε ολιστικού τύπου οριοθέτηση με τους Αιγύπτιους, αλλά, αντιθέτως, παραπέμποντάς την αόριστα στο… μέλλον, η Ελλάδα μοιάζει ως να αδυνατεί να αποκρούσει τον ισχυρισμό περί ‘‘μειωμένης επήρειας’’ του νησιωτικού συμπλέγματος του Καστελόριζου, που οι Τούρκοι θεμελιώνουν στις ‘‘ειδικές συνθήκες’’ της Ανατολικής Μεσογείου, στον ιδιάζοντα γεωλογικό σχηματισμό της περιοχής και στο μήκος των εκατέρωθεν ακτογραμμών. Ή, εναλλακτικώς, αφήνει να υπονοηθεί ότι δεν μπορεί να επιβάλει την ‘‘πλήρη επήρεια’’ των νήσων της σε διεθνείς συμφωνίες, την ‘‘πλήρη επήρεια’’ την οποία ρητορικώς και απερίφραστα προβλέπει και κατοχυρώνει το Διεθνές Δίκαιο. 

Εκτός τούτου, η ‘‘μερική οριοθέτηση’’ της εν λόγω Συμφωνίας είναι ‘‘πενιχρώς λυσιτελής’’. Παραμένοντας, σκοπίμως και κατά διπλωματική επιλογή, ανοικτό το θέμα της ‘‘πλήρους επήρειας’’ του Καστελόριζου, εξακολουθεί να είναι ‘‘τεχνικά, γεωγραφικά και νομικά’’ ανέφικτη η ‘‘εφαπτότητα’’ των ΑΟΖ Ελλάδας και Κύπρου. Η ‘‘εφαπτότητα’’ αυτή είναι, μεταξύ των άλλων, πραγματιστική προϋπόθεση της αδιακώλυτης πόντισης και διέλευσης του περίφημου αγωγού Eastmed από την Κύπρο προς την Ελλάδα. Με τη σημερινή κατάσταση (με τη μερική οριοθέτηση δηλαδή), αν λάβει κάποιος υπόψη του τις τουρκικές διεκδικήσεις, ανεξαρτήτως της όποιας αιρεσιμότητας ή βασιμότητάς τους, ανάμεσα στον 28ο και 32ο Μεσημβρινό, για την υποθαλάσσια διέλευση του Eastmed ‘‘πέφτει λόγος’’ και στην Τουρκία. 

Ειδικότερα, μπορεί μεν το άρθρο 79§2 της Διεθνούς Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS, 1982) να ορίζει ότι ‘‘επιφυλασσομένου του δικαιώματος του να λαμβάνει πρόσφορα μέτρα για την εξερεύνηση της υφαλοκρηπίδας, την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της και την πρόληψη, μείωση και έλεγχο της μόλυνσης από αγωγούς, το παράκτιο κράτος δεν μπορεί να εμποδίζει την τοποθέτηση ή συντήρηση αυτών των καλωδίων ή αγωγών.’’, ωστόσο στην επόμενη παράγραφο (§3) διευκρινίζεται ότι ‘‘η χάραξη της πορείας για την τοποθέτηση αυτών των σωληναγωγών πάνω στην υφαλοκρηπίδα, υπόκειται στη συναίνεση του παράκτιου κράτους.’’. Υπ’ αυτήν την οπτική, η ‘‘μερική οριοθέτηση’’ μοιάζει να μην διαθέτει ‘‘εξαιρετικώς βαρύνουσα προστιθέμενη αξία’’ για την Ελλάδα. Εκτιμάται μάλλον ως ένα ‘‘βατό πρελούδιο’’ διακρατικής συνεργασίας με την Αίγυπτο, παρά ως ‘‘μεταβολέας των γεωπολιτικών σταθερών’’ στην ευρύτερη περιοχή. 

Ωστόσο, οι δύο άνω ‘‘παραδοχές’’ ή ‘‘υπονοήσεις’’ της ελληνικής πλευράς, φωτίζουν πια, ξεκάθαρα θαρρώ, τη συμπυκνούμενη σε συγκεκριμένα ερωτήματα προβληματική περί του στρατηγικού αναθεωρητισμού στην εθνική πολιτική. Η Ελλάδα τελικά εμμένει ή όχι στο Διεθνές Δίκαιο; Είναι το Διεθνές Δίκαιο ‘‘προμετωπίδα’’ της ελληνικής διπλωματίας, σταθερή και αδιαπραγμάτευτη, ή απλά ένα ευέλικτο εργαλείο και βάση μόνο, όχι κατά ανάγκη αναπόφευκτη απόληξη, των διεθνών συνομιλιών; Υπ’ αυτό το πρίσμα ανάλυσης, η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει να ζητεί και επιτατικά να επιδιώκει στα διεθνή fora την απαρέγκλιτη τήρηση του Διεθνούς Δικαίου; Αν ναι, τότε γιατί (στην πράξη, στις δυο συμφωνίες με Ιταλία και Αίγυπτο) υπονόησε (άφησε να φανεί) ότι συμφωνεί κάτι το έλασσον, το υποδεέστερο ή μερικό σε σχέση με αυτά που προβλέπει το διεθνές δίκαιο αναφορικά με τα χωρικά ύδατα και την πλήρη επήρεια των νησιών; Η’, ως προς τη γενικότερη πολιτικο-φιλοσοφική μας προσέγγιση, το Διεθνές Δίκαιο είναι μεν σεβαστό και ζωτικό σημείο αναφοράς, που όμως δεν οδηγεί de necessitas σε άτεγκτους διπλωματικούς φορμαλισμούς; Αντιθέτως, επιτρέπει με την εκ φύσεως του ‘‘κανονιστική του πλαστικότητα’’ την in concreto προσαρμογή των διπλωματικών μας θέσεων, προκειμένου να μορφοποιούμε τον διπλωματικό μας ακτιβισμό και να ‘‘ολοκληρώνουμε’’ τελικά διεθνείς συμφωνίες με τρίτες, φίλιες και μη, δυνάμεις του περιφερειακού, και όχι μόνο, παιγνίου; Υπ’ αυτό το πνεύμα συνιστά ελληνικό μαξιμαλισμό η καθολική και εις το έπακρο εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου; 

Από την άλλη πλευρά, η Συμφωνία περί ΑΟΖ Ελλάδας-Αιγύπτου ενέχει και ένα ‘‘νευραλγικό γεωπολιτικό σημαινόμενο’’. H Ελλάδα συμμετέχει στις τριμερείς συνεργασίες ‘‘Ελλάδας - Κύπρου - Ισραήλ’’ και ‘‘Ελλάδας – Κύπρου – Αιγύπτου’’ και είναι ενεργό μέλος του ‘‘East Mediterranean Gas Forum’’. Η Συμφωνία με την Αίγυπτο, λοιπόν, ως διεθνές ιστορικό γεγονός και διπλωματικό κεκτημένο, παρουσιάζει μια ουσιαστική γεωπολιτική συνεπαγωγή, δεδομένου ότι και η Κύπρος έχει υπογράψει αντίστοιχη Συμφωνία με την βορειοαφρικανική χώρα το 2003: Η χώρα μας αποδεικνύει de facto ότι δεν έχει συμμάχους μόνο στα λόγια, ότι δεν συνιστά ένα εθνικό υποκείμενο ενός ‘‘άνευρου’’ διπλωματικού τακτικισμού ή ότι είναι φορέας ‘‘κενής, φιλολογικής ρητορείας’’, αλλά, αντιθέτως, ότι συμμετέχει, ως παραγοντικός συνδιαμορφωτής της περιφερειακής γεωπολιτικής πραγματικότητας, σε συμπαγή συμμαχικά σχήματα, που εμπράκτως ενεργούν στο πλαίσιο ενός αμοιβαία επωφελούς συνεργατικού σχεδιασμού για την ευρύτερη περιοχή. 

Την ώρα, επομένως, που οι Aιγύπτιοι έχουν λάβει την ‘‘άδεια’’ του Κοινοβουλίου της Βεγγάζης να εισβάλουν στη Λιβύη και να αντιπαρατεθούν με τους Τούρκους, στο κρίσιμο χρονικό σημείο που οι σχέσεις Τουρκίας - Αιγύπτου έχουν εκτραχυνθεί, λόγω και της υποστήριξης του Erdogan στην ‘‘Μουσουλμανική Αδελφότητα’’, που αντιπαλεύει τον Αιγύπτιο Πρόεδρο Abdel Fattah El-Sisi, η Ελλάδα είναι παρούσα και ‘‘ξύπνια’’. Ωστόσο, για να είμαστε ειλικρινείς και σύμφωνοι με το πνεύμα της άνω προσέγγισης, η πλήρης δυναμική και το ‘‘ουσιαστικό αλληλέγγυο βάθος’’ των ελληνοαιγυπτιακών σχέσεων θα δοκιμαστεί και θα κριθεί τελικά με την ολική (και όχι μερική) οριοθέτηση των ΑΟΖ μας, όταν και οι Αιγύπτιοι θα φανεί ποια πλευρά πραγματικά επιλέγουν… 

Περαιτέρω, η ελληνοαιγυπτιακή Συμφωνία, ως γεωπολιτικό factum, μπορεί να θεωρείται πλέον ως ένας ‘‘χωροχρονικός καμβάς’’ δύο πιθανολογικών κατευθύνσεων, στο επίκεντρο του οποίου βρίσκεται η εξόφθαλμη αλληλοεπικάλυψη (territorial overlapping), σε προσδιορίσιμη από υδρογραφικούς χάρτες θαλάσσια περιοχή, των θαλασσίων ζωνών (ΑΟΖ) της Τουρκίας και της Λιβύης, σύμφωνα με το τουρκολιβυκό σύμφωνο, αλλά και της Ελλάδας και της Αιγύπτου, σύμφωνα με τη συμφωνία Ελλάδας - Αιγύπτου. Άσχετα με το κατά πόσο συνάδει (ή όχι) με το διεθνές δίκαιο, η τουρκολιβυκή συμφωνία, άσχετα που εμείς επικαλούμαστε ότι δεν ήταν και δεν είναι για εμάς δεσμευτική, ως res inter alios acta, η συμφωνία αυτή είναι ένα πραγματικό γεγονός με διεθνείς γεωπολιτικές προεκτάσεις και δη ‘‘γραπτός εκφραστής’’ των τουρκικών γεωστρατηγικών αιτημάτων στο πλαίσιο ενός πολύ ‘‘θαρραλέου’’ σχεδιασμού. 

Συνεπαγωγικώς, η στρατηγική κινητικότητα και η εντατικοποίηση των διπλωματικών ελιγμών στην ευρύτερη περιοχή είναι δεδομένη και δυνητικά μπορεί να επιφέρει είτε κατά πρώτον, επί τη βάση και με ‘‘ιστορικο-υλιστική’’ αφορμή, την παραπάνω αλληλοεπικάλυψη των ΑΟΖ των τεσσάρων χωρών (Ελλάδας, Αιγύπτου, Τουρκίας, Λιβύης) σκλήρυνση των διπλωματικών συμπεριφορών, διπλωματικές αντεγκλήσεις και προστριβές, ακόμα και στρατιωτικές παρεμβάσεις μέσα σε ένα εντεινόμενο πολωτικό κλίμα εχθρότητας και ακραίας αντιπαλότητας, είτε, κατά δεύτερον, ενδέχεται να αποτελέσει την ‘‘ιστορική μήτρα’’ ευρύτερων συνεννοήσεων και συμβιβασμών, διαδιεθνικών τακτοποιήσεων και καταληκτικών συμφωνιών που θα εξυπηρετούν κατά το μάλλον ή ήττον άπαντες τους ‘‘εθνικούς δρώντες’’ της περιοχής. Στο πλαίσιο μιας ‘‘δίκαιης’’, ‘‘ισορροπημένης’’ και ‘‘συμπεριληπτικής’’ αξιοποίησης και διανομής του υποθαλάσσιου ενεργειακού πλούτου του συγκεκριμένου γεωγραφικού χώρου, οι πρωτοβουλίες αυτές, υπό την αρωγή και ‘‘επίβλεψη’’ Οικουμενικών Δυνάμεων, θα μπορούσαν να συντείνουν σε μια ευρύτερη σύγκλιση των κρατών, κατά την οποία οι προβολές και ο οραματισμός των εθνικών συμφερόντων θα οδηγήσει σε μια υβριδική ‘‘Pax Mediterranea’’ και όχι σε εθνικές συγκρούσεις και αλληλοαποκλεισμούς. 

Η βασική παρατήρηση σε όλα τα παραπάνω είναι ότι ο Χρόνος μοιάζει να επιταχύνεται, μιας και που στη γεωπολιτική εξίσωση της περιοχής φαίνεται να είναι ο συντελεστής που αποκτά όλο και ‘‘αυξανόμενη τιμή ταχύτητας’’. Ο Χρόνος ‘‘πυκνώνει’’ και φέρνει απανωτά ραγδαίες εξελίξεις. Το ‘‘αύριο’’ μοιάζει να μην περιμένει και αυτό δείχνουν -είτε να το αντιλαμβάνονται, είτε να το επιδιώκουν, τουλάχιστον αδήλωτα- όλοι οι γεωπολιτικοί ‘‘παίκτες’’ στην Ανατ. Μεσόγειο. Έρχεται, λοιπόν, η ώρα της μεγάλης εθνικής ευθύνης, των κρίσιμων αποφάσεων και της συλλογικής αξιοπρέπειας της ‘‘Ελληνόσφαιρας’’. Το ‘‘αύριο’’ είναι ήδη εδώ και προσωπικά προβλέπω ότι ο Ελληνισμός ίσως χρειαστεί να καταφύγει, για μια ακόμη φορά στην Ιστορία του, στην καβάφεια ‘‘ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών’’*…. 

Κατερίνη, 8/8/2020

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW

LLM IN EUROPEAN LAW

Cer. LSE in Business, International

Relations and the political science



* Η φράση αντλήθηκε και παραπέμπει στο ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη με τίτλο ‘‘Στα 200 π.Χ’’.

* Οι δύο παρακάτω χάρτες δείχνουν την πιθανή τουρκική (με κόκκινο χρώμα) και ελληνική ΑΟΖ (με γαλάζιο χρώμα) πρώτα στην περίπτωση που το Καστελόριζο θεωρηθεί ότι έχει ‘‘μειωμένη επήρεια’’ (Χάρτης 1) και εν συνεχεία στην περίπτωση που θεωρηθεί ότι έχει ‘‘πλήρη επήρεια’’ (Χάρτης 2).

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Δικαιολογητικά αποστρατείας στελεχών Στρατού ξηράς